- φιλ-όρθιος
φιλ-όρθιος, das Grade, die Gradheit liebend, κανόνισμα σελίδων Phani. 3 (VI, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-όρθιος, das Grade, die Gradheit liebend, κανόνισμα σελίδων Phani. 3 (VI, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνορθιάζω — Α σηκώνομαι συγχρόνως όρθιος («ἵν εἴ τις ἀποπίπτῃ μὲν κακῶν, ἐγείρηται δὴ ἀγαθοῑς ἐπερειδόμενος καὶ συνορθιάζῃ», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθιάζω «σηκώνω, ορθώνω» (< ὄρθιος)] … Dictionary of Greek
φιλόρθιος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τείνει να είναι όρθιος («σελίδων κανόνισμα φιλόρθιον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρθιος] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
επορθιάζω — ἐπορθιάζω (Α) 1. ορθώνω, ειδ. τεντώνω τ’ αφτιά μου («τὰ ὦτα ἀνεγερθέντα καὶ ἐπορθιασθέντα», Φίλ.) 2. υψώνω τη φωνή μου, σκούζω («ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν;», Αισχύλ.) 3. θρηνώ δυνατά («ἐπορθίαζε νῡν γόοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek