φιλό-πτορθος

φιλό-πτορθος

φιλό-πτορθος, junge Sprossen, Schößlinge liebend, Beiw. der Biene, Nonn. D. 13, 261.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεόπτορθος — νεόπτορθος, ον (Μ) νεοπτορθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πτορθος (< πτόρθος «κλάδος»), πρβλ. φιλό πτορθος] …   Dictionary of Greek

  • μελίπτορθος — μελίπτορθος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + πτόρθος «βλαστός» (πρβλ. φιλό πτορθος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύπτορθος — ον, ΜΑ (για φυτά) αυτός που έχει πολλά βλαστάρια, πολλά τρυφερά κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτόρθος «βλαστάρι» (πρβλ. φιλό πτορθος)] …   Dictionary of Greek

  • τανύπτορθος — ον, ΜΑ αυτός που έχει επιμήκεις κλώνους, μακριά κλαδιά (α. «τανύπτορθον δένδρον», Noνν. β. «τανύπτορθα κέρατα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτόρθος «βλαστός» (πρβλ. φιλό πτορθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”