- φιλτρο-ποιός
φιλτρο-ποιός, Liebeszauber, Liebestränke bereitend, Aristaen. 2, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλτρο-ποιός, Liebeszauber, Liebestränke bereitend, Aristaen. 2, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγγανοποιός — μαγγανοποιός, ὁ (Μ) αυτός που κάνει μαγγανείες, μαγγανευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «μαγικό φίλτρο» + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
φιλτροποιός — όν, Α 1. αυτός που παρασκευάζει φίλτρα («ὁ ἐραστὴς τὸν φιλτροποιὸν ἱκέτευε πάλιν κατ ἐκείνης ἀνακινήσαι τὰς ἴυγγας», Αρισταίν.) 2. αυτός που επενεργεί ως φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + ποιός*] … Dictionary of Greek