- φιλτρό-ποτον
φιλτρό-ποτον, τό, Liebestrank, Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλτρό-ποτον, τό, Liebestrank, Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάποτον — κατάποτον, τὸ (Α) 1. καταπότι, χάπι 2. στον πληθ. τὰ κατάποτα πράγματα που καταπίνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτον (< ποτόν < ποτός < πίνω), πρβλ. ηδύ ποτον, φιλτρό ποτον] … Dictionary of Greek
φιλτρόποτον — τὸ, Α μαγικό ποτό, φίλτρο που προκαλεί ερωτική διέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + ποτόν] … Dictionary of Greek