- φιττάκια
φιττάκια, τά, äol. statt ψιττάκια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιττάκια, τά, äol. statt ψιττάκια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιττάκια — τὰ, ΜΑ (αιολ. τ.) βλ. πιστάκι … Dictionary of Greek
πιστάκι — το / πιστάκιον, ΝΜΑ, και τ. πληθ. φιττάκια και ψιττάκια ΜΑ, και βιοτάκιον και τ. πληθ. φιστάκια Α ο καρπός τού φυτού πιστακία, το φιστίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστάκη*. Οι τ. φιττάκιον, ψιττάκιον και βιστάκιον αποτελούν διαφορετικές γρφ. τού πιστάκιον] … Dictionary of Greek