φιτρός — block of wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτρός — ὁ, Α 1. κορμός δέντρου 2. (στον Όμ.) κομμάτι ξύλου 3. δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φι τρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhei /*bhī «χτυπώ» (πρβλ. αρμ. bir «κοντό και στρογγυλό ξύλο, κούτσουρο, ρόπαλο», καθώς και το… … Dictionary of Greek
φιτροῖσιν — φιτρός block of wood masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτροί — φιτρός block of wood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτροῦ — φιτρός block of wood masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτρούς — φιτρός block of wood masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτρῶν — φιτρός block of wood masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτρῷ — φιτρός block of wood masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτρόν — φιτρός block of wood masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бить — бью, укр. бити, др. русск., ст. слав. бити, болг. бия, сербохорв. би̏ти, би̏jе̑м, словен. biti, bȋjem, чеш. biti, biji, польск. bic, biję, в. луж. bic, biju, н. луж. bis, bijom. Родственно д. в. н. bīhal топор , также bil, арм. bir дубинка,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
bhei(ǝ)-, bhī- (*bher-) — bhei(ǝ) , bhī (*bher ) English meaning: to hit Deutsche Übersetzung: ‘schlagen” Material: Av. byente “ they fight, hit” (H. Lommel KZ. 67, 11); Arm. bir “ big stick , club, mace, joint” (*bhi ro ); Gk. φῑτρός m. “tree truck,… … Proto-Indo-European etymological dictionary