φαρυγίνδην

φαρυγίνδην

φαρυγίνδην, adv., schlundartig, E. M. u. Phot., wahrscheinlich aus Com.; bei Hesych. φαρυγγίδα, f. l.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαρυγίνδην — like a gulf indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρυγίνδην — Α επίρρ. με την μορφή φάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, υγος (βλ. λ. φάρυγγας) + επιρρμ. κατάλ. ίνδην (πρβλ. πλουτ ίνδην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”