- φαρυγγίζω
φαρυγγίζω, = λαρυγγίζω, Poll. 2, 207.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαρυγγίζω, = λαρυγγίζω, Poll. 2, 207.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαρυγγίζω — Α [φάρυγξ, φάρυγγος] λαρυγγιζω … Dictionary of Greek
φαρυγγίζειν — φαρυγγίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρυγγίζων — φαρυγγίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)