φύξις

φύξις

φύξις, , ältere, bes. poetische Form statt φεῦξις, – 1) Flucht, Il. 10, 311. 447. – 2) Zuflucht, Nic. Th. 588; vgl. Lob. Phryn. 727.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φύξις — φύξῑς , φύξις refuge fem acc pl (epic doric ionic aeolic) φύξις refuge fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύξις — εως, ἡ, Α 1. φυγή, το να φεύγει κανείς για να σωθεί 2. διαφυγή, το να αποφεύγει κάποιος κάτι («φύξις θανάτου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. φεύγω* (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ). Η λ., εκτός από την ενέργεια, θα πρέπει… …   Dictionary of Greek

  • φύξιν — φύξις refuge fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφύξιμος — καταφύξιμος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύξιμος (< φύξις < θ. φυξ τού φεύγω)] …   Dictionary of Greek

  • υποφεύξιμος — ον, Α ἐκφεύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φεύξιμος (< φεῦξις / φῦξις «φυγή»)] …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φεύξις — εύξεως, ἡ, Α [φεύγω] (ποιητ. τ.) φυγή ή διαφυγή, φύξις* …   Dictionary of Greek

  • φυξάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός ή αυτή που αποφεύγει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. στυγ άνωρ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε φυξανορία] …   Dictionary of Greek

  • φυξήλιος — ον, Α αυτός που αποφεύγει τον ήλιο, που θέλει σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + ἥλιος (πρβλ. μισ ήλιος)] …   Dictionary of Greek

  • φυξίμηλος — ον, Α (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φυξίμηλα (ενν. δένδρα) δένδρα αρκετά ανεπτυγμένα ώστε να μην μπορούν τα πρόβατα να τά βλάψουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» (πρβλ. δεξί μηλος, φερέ μηλος)] …   Dictionary of Greek

  • φυξίπολις — όλεως, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει εκδιωχθεί από την πόλη, φυγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + πόλις (πρβλ. σωζό πολις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”