φύμα

φύμα

φύμα, τό, Gewächs, Erzeugniß, bes. Gewächs, Auswuchs am Leibe, Geschwür, Geschwulst; Her. 3, 133; Plat. Tim. 85 c; Pol. 1, 81, 5 u. Sp., wie Luc. Macrob. 19 u. Medic. – [Υ war kurz, wie Marc. Sid. 83 zeigt, u. Drac. p. 95, 23. 100, 22 lehrt, der aber 57, 8 bemerkt, daß die Attiker φῦμα schreiben sollten, wie sich auch bei Her. geschrieben findet, vgl. Lob. parall. p. 419.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φῦμα — growth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύμα — το / φῦμα, ύματος, ΝΜΑ καθετί που εκφύεται, που εξέχει στο δέρμα ή σε άλλο σημείο τού σώματος, έπαρμα νεοελλ. 1. ανατ. μικρών διαστάσεων προεξοχή οστών, τής εγκεφαλικής ουσίας ή άλλων ιστών (α. «γενειακό φύμα τής κάτω γνάθου» β. «σφαγιδιτικό φύμα …   Dictionary of Greek

  • φύμα — το, ατος 1. καθετί που φυτρώνει, ό,τι έχει φυτρώσει. 2. (ιατρ.), βλάστημα του δέρματος, εξόγκωμα, πρήξιμο, απόστημα, σπυρί. 3. (ιατρ.), προεξοχή στα κόκαλα ή στα μαλακά μόρια του σώματος: Ηθικό φύμα. – Γενειακό φύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακώνος — ο ζωολ. 1. το πρόσθιο φύμα ενός πρωτόγονου τριφυματικού άνω γομφίου 2. το κύριο πρόσθιο έξω φύμα, δηλ. το παρειακό, τού άνω γομφίου στα ανώτερα θηλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paracone < παρ(α) * + κώνος] …   Dictionary of Greek

  • ρολάνδειος — α, ο, Ν 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «ρολάνδειο φύμα» ή «φαιό φύμα» ανατ. έπαρμα με μορφή φαιάς στήλης στην οπίσθια επιφάνεια τού προμήκους μυελού β) «ρολάνδεια αύλακα» ή «κεντρική αύλακα» μεσολόβια αύλακα στην… …   Dictionary of Greek

  • φυματώδης — ες / φυματώδης, ώδες, ΝΑ [φύμα, φύματος] νεοελλ. όμοιος με φύμα στην εμφάνιση αρχ. γεμάτος φύματα …   Dictionary of Greek

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

  • βουβώνες — Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • φυμάτιο — το υποκορ. του φύμα 1. μικρό φύμα (βλ. λ.). 2. (ιατρ.), σωματίδιο με μορφή σφαιρικού κόμπου, που σχηματίζεται στο παρέγχυμα ή στην επιφάνεια των ιστών ζωντανού οργανισμού, εξαιτίας της ανάπτυξης του βάκιλου του Κοχ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • bheu-, bheu̯ǝ- (bhu̯ā-, bhu̯ē-) : bhō̆ u- : bhū- —     bheu , bheu̯ǝ (bhu̯ā , bhu̯ē ) : bhō̆ u : bhū     English meaning: to be; to grow     Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “wachsen, gedeihen”     Note: (probably = “to swell”), compare O.Ind. prábhūta ḥ with O.Ind. bhūri ḥ etc under *b(e)u …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Acne rosacea — Rosazea/Rosacea, veraltete Bezeichnung auch Akne rosacea, (lat. für Kupferfinnen oder Rotfinnen) ist eine meist im fünften Lebensjahrzehnt beginnende akneähnliche Hauterkrankung des Gesichts mit fleckförmigen, teils schuppenden Rötungen sowie… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”