- φύγδην
φύγδην, adv., = φύγαδε, in die Flucht, fliehend, Nic. Ther. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύγδην, adv., = φύγαδε, in die Flucht, fliehend, Nic. Ther. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύγδην — Α επίρρ. φύγδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τής μηδενισμένης βαθμίδας τς ρίζας τού ρ. φεύγω* (πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύρ δην)] … Dictionary of Greek
λάγδην — (Α) επίρρ. με το πόδι, με τη φτέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάξ «με το πόδι» (πρβλ. πυξ λάξ) + επιρρμ. κατάλ. δην. Το κ τού θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό σύμφωνο γ αφομοιωτικά προς το ηχηρό δ που ακολουθεί (πρβλ. μίγδην, φύγδην)] … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek