φύγαδε

φύγαδε

φύγαδε, adv., in die Flucht, zur Flucht, zurück; Il. oft, z. B. φύγαδ' ἔτραπε μώνυχας ἵππους 8, 157; ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος 16, 697, Jeder dachte an die Flucht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φύγαδε — to flight indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύγαδε — Α επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε), βλ. και λ. φύξ] …   Dictionary of Greek

  • φυγάδε — φυγάς one who flees masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύγαδ' — φύγαδε , φύγαδε to flight indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγάδις — Α επίρρ. φύγαδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού επιρρ. φύγαδε, κατά τα επιρρ. σε άδις (πρβλ. μιγ άδις, χαμ άδις)] …   Dictionary of Greek

  • μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… …   Dictionary of Greek

  • φύγδα — Α επίρρ. φύγαδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. φεύγω* (πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον) + επιρρμ. κατάλ. δα (πρβλ. μίγ δα)] …   Dictionary of Greek

  • φύξ — Α υποθ. τ. ονομ. τού επιρρ. φύγαδε*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύξ (< *φυγ ς) αποτελεί ριζικό όν. σχηματισμένο από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. φεύγω* και χρησιμοποιείται ως δηλωτικό τού δράστη τής ενέργειας στα σύνθ. σε φυξ (πρβλ. πρό φυξ, πρόσ …   Dictionary of Greek

  • όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …   Dictionary of Greek

  • φυγάδ' — φυγάδα , φυγάς one who flees masc/fem acc sg φυγάδι , φυγάς one who flees masc/fem dat sg φυγάδε , φυγάς one who flees masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”