- φύτωρ
φύτωρ, ορος, ὁ, der Erzeuger, Vater, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύτωρ, ορος, ὁ, der Erzeuger, Vater, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύτωρ — father masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύτωρ — ορος, ὁ, Α γεννήτορας, πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ τού φύω, ομαι + κατάλ. τωρ (πρβλ. γενέ τωρ)] … Dictionary of Greek
φύτορες — φύτωρ father masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύτορ' — φύτορα , φύτωρ father masc acc sg φύτορι , φύτωρ father masc dat sg φύτορε , φύτωρ father masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτεροφύτωρ — ορος, ὁ, Α 1. αυτός που εκφύει φτερά 2. μτφ. αυτός που πετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φύτωρ (< φύομαι)] … Dictionary of Greek
φυτήρ — ῆρος, ὁ, Α πατέρας, φύτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ τού φύω* + κατάλ. τήρ*. Η λ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. pute = φυτήρ και pu2tere = φυτῆρες), ενώ ένας μυκην. τ. puterija θεωρείται ως θηλ. ενός παρ. επιθ. φυτήριος και διακρίνεται από τον τ … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek