φύτρα

φύτρα

φύτρα, ἡ, = φύτλη, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φύτρα — φύτρᾱ , φύτρα fem nom/voc/acc dual φύτρᾱ , φύτρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύτρα — η 1. η βλάστη, το κύριο μέρος του σπέρματος που σχηματίζει το στέλεχος, το φυτικό έμβρυο, το φύτρο. 2. μτφ., καταγωγή, γένος, φυλή, ράτσα, σόι, φάρα: Να πάρ ο διάολος τη φύτρα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φύτρα — η, ΝΑ γενιά, γένος, καταγωγή νεοελλ. 1. βοτ. το φυτικό έμβρυο 2. μτφ. (με περιλπτ. σημ.) οι απόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ τού φύω* + επίθημα τρα (πρβλ. χύ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • φύτρη — φύτρα fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • αραβοσιτέλαιο — το λάδι από φύτρα αραβοσίτου, καλαμποκέλαιο …   Dictionary of Greek

  • λιγόφυτρος — η, ο (για τόπο) αυτός στον οποίο φύονται λίγα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγο * + φύτρο ή φύτρα] …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνογένεση — η, Ν (κρυσταλλ. χημ.) η αρχική διεργασία που απαντά κατά τον σχηματισμό ενός κρυστάλλου από διάλυμα, υγρό ή ατμό, στον οποίο μικρός αριθμός ιόντων, ατόμων ή μορίων διατάσσεται σε ένα δίκτυο, χαρακτηριστικό τού κρυσταλλικού στερεού, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”