φύρσις

φύρσις

φύρσις, , das Mischen, Kneten, Reiben, Lob. Phryn. 116.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φύρσις — εως, ἡ, ΜΑ [φύρω] 1. ανακάτεμα και ζύμωμα 2. μτφ. σύγχυση, μπέρδεμα …   Dictionary of Greek

  • φυρσόστομος — ον, Μ (εμπαικτικό παρωνύμιο) βρομόστομος..(«φυρσόστομον τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον ἀτιμάζουσιν οἱ παμμίαροι Βογομίλοι», Ζιγαβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύρσις «ανάμιξη» + στομος (< στόμα), πρβλ. ἀθυρό στομος. Για τη σημ. τού τ. πρβλ. τη σημ. τού …   Dictionary of Greek

  • φύρσιμος — ον, Α [φύρσις] ανακατεμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”