- φόλλιξ
φόλλιξ, ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φόλλιξ, ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φόλλιξ — ικος, ἡ, Α τραχύτητα τού δέρματος που οφείλεται σε ψώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. τής λ. φολίς* «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και επίθημα ιξ, ικος (για την εναλλαγή ικ / ιδ στο… … Dictionary of Greek
φολίδα — η / φολίς, ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α 1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι 2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένων νεοελλ. 1. μεταλλικό έλασμα 2 … Dictionary of Greek
φολλικώδης — ῶδες, Α [φόλλιξ, ικος] 1. πιθ. σπογγώδης, πορώδης 2. ψωριάρης … Dictionary of Greek