- φωλητήριον
φωλητήριον, τό, wie φωλεός, ein Versammlungsort; Poll. 6, 8; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωλητήριον, τό, wie φωλεός, ein Versammlungsort; Poll. 6, 8; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωλητήριον — τὸ, Α τόπος μυστικής συνάθροισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλῶ + κατάλ. τήριον*] … Dictionary of Greek
φωλητηρίοις — φωλητήριον place of secret assembly neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωλητήρια — φωλητήριον place of secret assembly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)