φωλητήρ — one who lurks in a hole masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωλητήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που παραμένει κρυμμένος μέσα σε φωλιά ή αυτός που διαμένει σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλῶ + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek