φωλεός

φωλεός

φωλεός, , Nic. auch φωλειός, bei Dichtern mit dem heterogenen plur. τὰ φωλεά, Schlupfwinkel, Lager, Höhle, bes. wilder Thiere, in welchen sie ihren Winterschlaf halten; Plut. de superst. 8; N. T.; – überh. ein Loch, ein verborgener Winkel. – Bei den Ioniern ein Schulhaus, Poll. 4, 19. 9, 41; überh. ein Versammlungsort.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φωλεός — den masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλεός — ο, ΝΑ, και επικ. τ. φωλειός και ετερκλ. τ. πληθ. φωλεά, τά, Α οπή ή κρύπτη που χρησιμεύει ως κατάλυμα διαφόρων ζώων και, κυρίως, ο τόπος όπου αυτά διέρχονται τη χειμέρια νάρκη αρχ. κατοικία τρωγλοδυτών, σπήλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η… …   Dictionary of Greek

  • φωλεοῖς — φωλεός den masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλεοί — φωλεός den masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλεοῦ — φωλεός den masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλεούς — φωλεός den masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλεῷ — φωλεός den masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλεόν — φωλεός den masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωλεόν — τὸ, Α (ιων. λ.) 1. (κατά τον Ησύχ.) «οὗ χορεύουσι καὶ διδάσκουσι, διδασκαλεῖον» 2. στον πληθ. τὰ φωλεά βλ. φωλεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • φωλιά — Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά …   Dictionary of Greek

  • язва — диал. также повреждение, поломка, изъян , арханг. (Подв.), язвить, язвина язва, рубец, пещера , язво, язвецо острие, жало , укр. язва рана, язва , язвина язва, овраг, пропасть , язвити ранить , блр. язва язва, скверный человек , русск. цслав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”