- φωνίον
φωνίον, τό, dim. von φωνή, Stimmchen, Arist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωνίον, τό, dim. von φωνή, Stimmchen, Arist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωνίον — τὸ, Α [φωνή] υποκορ. σιγανή φωνή … Dictionary of Greek
φωνία — φωνίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεκτρυοφώνιον — ἀλεκτρυοφώνιον, το (Α) το λάλημα τού πετεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεκτρυών + φωνίον, υποκορ. τής λ. φωνή] … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
φωνίς — ίδος, η, ΝΑ, και φωνίδα Ν νεοελλ. μετρολ. άλλη ονομασία τής μονάδας φων αρχ. φωνίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς / ίδα). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phone (< φωνή)] … Dictionary of Greek