φωκτός

φωκτός

φωκτός, ή, όν, adj. verb. von φώγω, geröstet, κρῖμνον, Nic. bei Ath. III, 126 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φωκτός — ή, όν, Α [φώγω] ξεροψημένος …   Dictionary of Greek

  • φωκτόν — φωκτός roasted masc acc sg φωκτός roasted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωκτή — φωκτός roasted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόφωκτος — ὁμόφωκτος, ον (Α) αυτός που ψήθηκε ή αποξηράνθηκε μαζί ή συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φωκτός (< φώγω «αποξηραίνω»), πρβλ. ά φωκτος, σησαμό φωκτος] …   Dictionary of Greek

  • σησαμόφωκτος — και δωρ. τ. σασαμόφωκτος, ον, Α ψημένος, φρυγανισμένος με σουσάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον / σάσαμον «σουσάμι» + φωκτος (< φωκτός < φώγω «ψήνω, φρυγανίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”