φωνό-μῑμος

φωνό-μῑμος

φωνό-μῑμος, die Stimme nachahmend, Ptolem. Hephaest. c. 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παντόμιμος — ο / παντόμιμος, ον, ΝΑ το αρσ. ως ουσ. ο παντόμιμος ηθοποιός που παριστάνει τα νοήματα και την υπόθεση ενός έργου μόνον με τη μιμική και την όρχηση, με κινήσεις τού σώματος και με χειρονομίες χωρίς να μιλά, ο ηθοποιός τής παντομίμας αρχ. 1. αυτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”