- φυλακεύς
φυλακεύς, ὁ, ep. statt φύλαξ, φυλακῆες Opp. Cyn. 4, 295.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλακεύς, ὁ, ep. statt φύλαξ, φυλακῆες Opp. Cyn. 4, 295.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλακεύς — ὁ, Α ο φύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Επεκτεταμένος, για μετρικούς λόγους, τ. < φύλαξ, ακος + επίθημα εύς*] … Dictionary of Greek
φυλακεῖς — φυλακεύς watching masc acc pl φυλακεύς watching masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακῆ — φυλακεύς watching masc nom/voc/acc dual φυλακεύς watching masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακῆς — φυλακεύς watching masc nom pl φυλακεύς watching masc nom/voc pl φυλακή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακᾶς — φυλακεύς watching masc acc pl φυλακή fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακῆες — φυλακεύς watching masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακῆι — φυλακεύς watching masc dat sg (epic ionic) φυλακῇ , φυλακή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
φυλακῇ — φυλακῆι , φυλακεύς watching masc dat sg (epic ionic) φυλακή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)