- φυξί-πολις
φυξί-πολις, ὁ, ἡ, aus der Stadt fliehend, verwiesen, verbannt, Oppian. Hal. 1, 278.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυξί-πολις, ὁ, ἡ, aus der Stadt fliehend, verwiesen, verbannt, Oppian. Hal. 1, 278.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φυξίπολις — όλεως, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει εκδιωχθεί από την πόλη, φυγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + πόλις (πρβλ. σωζό πολις)] … Dictionary of Greek