φυξ-άνωρ

φυξ-άνωρ

φυξ-άνωρ, ορος, Männer fliehend, männerscheu, Aesch. Suppl. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρυσάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< τρυσι (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ άνωρ] …   Dictionary of Greek

  • φυξάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός ή αυτή που αποφεύγει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. στυγ άνωρ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε φυξανορία] …   Dictionary of Greek

  • φυξανορία — ἡ, Α η άρνηση για γάμο, η αποφυγή τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + ανορία (< ᾱνωρ < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. εὐ ανορία. Η λ. αποτελεί διόρθωση του τ. φυξάνοραν (βλ. φυξάνωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”