- φυγο-δέμνιος
φυγο-δέμνιος, das Bett, bes. das Ehebett, die Che fliehend, ehescheu; φ. κούρα heißt Pallas bei Antp. Sid. 12 (VI, 10).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυγο-δέμνιος, das Bett, bes. das Ehebett, die Che fliehend, ehescheu; φ. κούρα heißt Pallas bei Antp. Sid. 12 (VI, 10).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταδέμνιος — μεταδέμνιος, ίη, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, στο στρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δέμνιος (< δέμνια «κλίνη, στρώμα»), πρβλ. ομο δέμνιος, φυγο δέμνιος] … Dictionary of Greek
φυγοδέμνιος — ον, Α (για την Παλλάδα) αυτός που αποφεύγει την συζυγική κλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + δέμνιος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. φιλο δέμνιος] … Dictionary of Greek