- φυγο-δικία
φυγο-δικία, ἡ, Proceßschen, Vermeidung eines Processes durch Nichterscheinen vor Gericht, Philoxen. Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυγο-δικία, ἡ, Proceßschen, Vermeidung eines Processes durch Nichterscheinen vor Gericht, Philoxen. Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοδικία — η 1. η κρίση τού θεού για την ενοχή ή την αθωότητα τού κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια 2. η δικαίωση τού θεού για τη δημιουργία τού κακού στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο… … Dictionary of Greek
κοσμοδικία — η λογική και ηθική μελέτη τού κόσμου και των νόμων που τόν διέπουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + δικία (< δικος < δίκη), πρβλ. φυγο δικία, χειρο δικία] … Dictionary of Greek