φυγό-λεκτρος

φυγό-λεκτρος

φυγό-λεκτρος, = φυγοδέμνιος, die Ehe fliehend, Orph. H. 31, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μισόλεκτρος — μισόλεκτρος, ον (Α) αυτός που μισεί, που απεχθάνεται τη συζυγική κλίνη, που αποστρέφεται τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + λέκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. φυγό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

  • φυγόλεκτρος — ον, Α φυγοδέμνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. Β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + λεκτρος (< λέκτρον «συζυγικό κρεβάτι, γάμος»), πρβλ. μισό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”