- φυγό-δεμνος
φυγό-δεμνος, = Vorigem, oft bei Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυγό-δεμνος, = Vorigem, oft bei Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυγόδεμνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μισεί τη συζυγική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύγος «μίσος» + δεμνος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. φυγό δεμνος] … Dictionary of Greek
φυγόδεμνος — ον, ΜΑ φυγοδέμνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + δεμνος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. στυγό δεμνος] … Dictionary of Greek