φυτο-σπορία

φυτο-σπορία

φυτο-σπορία, , das Pflanzen, bes. von Bäumen u. Weinstöcken, Maneth. 4, 432.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακινέτες ή ακίνητα σπόρια — Τύπος αναπαραγωγικών σπορίων μιας κυρίως κατηγορίας φυτικών οργανισμών, των κυανοφυκών. Σχηματίζονται με την αύξηση των διαστάσεων ενός βλαστητικού κυττάρου που συνοδεύεται από αύξηση της πάχυνσης του κυτταρικού τοιχώματος. Ένας ώριμος α.… …   Dictionary of Greek

  • κλοποσπορία — κλοποσπορία, ἡ (Μ) 1. σύλληψη από παράνομη συνουσία 2. η κρυφή ή παράνομη συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοπή + σπορία (< σπορος < σπόρος), πρβλ. ιδιο σπορία, φυτο σπορία] …   Dictionary of Greek

  • ξαγκαθιά — Φυτό με την επιστημονική ονομασία βερβερίδα η κρητική. Φυτρώνει σε όλη την ορεινή Ελλάδα, και ιδιαίτερα στην Κρήτη στην οποία οφείλει και την ονομασία της. Τα άνθη της ξ. έχουν στήμονες πολύ ευαίσθητους. Όταν έρθουν σε επαφή με κάποιο έντομο,… …   Dictionary of Greek

  • πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… …   Dictionary of Greek

  • λυκοποδιώδη — (lycopodiinae). Kλάση πτεριδοφύτων που περιλαμβάνει ισόσπορα και ετερόσπορα είδη που διακρίνονται σε τέσσερις τάξεις. Τα φυτά αυτά έχουν πραγματικές ρίζες, πραγματικό βλαστό και πολύ μικρά φύλλα που μοιάζουν με εκείνα των βρύων. Μερικά από τα… …   Dictionary of Greek

  • ουστιλαγινώδη — (ustilaginales). Τάξη μυκήτων που ζουν παρασιτικά μέσα στους ιστούς πολλών καλλιεργημένων και αυτοφυών φυτών σε όλη τους τη βλαστική περίοδο. Δημιουργούν στα φυτά ασθένειες όπως είναι ο άνθρακας και ο δαυλίτης. Τα ο. υποδιαιρούνται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… …   Dictionary of Greek

  • κουκιά — Ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Vicia faba. Οι βλαστοί της κ. είναι μεγάλοι, αδιακλάδωτοι και μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα 2 μ. Τα φύλλα της είναι σύνθετα, αποτελούμενα από έξι μεγάλα, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… …   Dictionary of Greek

  • βρυόφυτα — Φυτά γνωστά ως βρύα ή μούσκλια, που συγκροτούν μια υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου και περιλαμβάνουν τα φυλλόβρυα, τα ηπατικά και τα ανθοκεροτά. Είναι φυτά κρυπτόγαμα, πράσινα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την απουσία τυπικών λουλουδιών, καρπών… …   Dictionary of Greek

  • λειχήνες — Βιολογική κοινοβιακή ένωση μεταξύ δύο μικροσκοπικών οργανισμών, ενός μύκητα και ενός φύκους ή ενός κυανοβακτηρίου, που συμβιούν κατά τρόπο αμοιβαία ωφέλιμο και αποτελούν μια δισυπόστατη αλλά αδιαίρετη βιολογική μονάδα. Οι μύκητες, που κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”