φρῡνο-ειδής

φρῡνο-ειδής

φρῡνο-ειδής, ές, krötenartig, an Gestalt od. Farbe, Arist. probl. 1, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρυνοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με φρύνο νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα φρυνοειδή ζωολ. παλαιότερη ονομασία οικογένειας αραχνιδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύνη / φρῦνος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”