- φρῡγία
φρῡγία, ἡ, die Rösterinn, Hesych., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρῡγία, ἡ, die Rösterinn, Hesych., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρυγία — φρυγίᾱ , φρύγιος dry fem nom/voc/acc dual φρυγίᾱ , φρύγιος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φρυγίᾱ , φρυγία female roaster fem nom/voc/acc dual φρυγίᾱ , φρυγία female roaster fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίᾳ — φρυγίᾱͅ , φρύγιος dry fem dat sg (attic doric aeolic) φρυγίᾱͅ , φρυγία female roaster fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρυγία — Φρυγίᾱ , Φρύγιος dry fem nom/voc/acc dual Φρυγίᾱ , Φρύγιος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρυγίᾳ — Φρυγίᾱͅ , Φρύγιος dry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγία — Ιστορική περιοχή της Τουρκίας στο μικρασιασιατικό υψίπεδο, του οποίου αποτελεί το δυτικό τμήμα. Στην αρχαιότητα η ονομασία Φρυγία υποδήλωνε μια ζώνη πιο εκτεταμένη από τη σημερινή, η οποία εκτεινόταν από τον ποταμό Άλυ (το σημερινό Κιζίλιρμακ)… … Dictionary of Greek
Φρυγία — η περιοχή στη Μ. Ασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φρύγια — Φρύγιος dry neut nom/voc/acc pl Φρύγιος dry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύγια — φρύγιον firewood neut nom/voc/acc pl φρύγιος dry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίας — φρυγίᾱς , φρύγιος dry fem acc pl φρυγίᾱς , φρύγιος dry fem gen sg (attic doric aeolic) φρυγίᾱς , φρυγία female roaster fem acc pl φρυγίᾱς , φρυγία female roaster fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίαι — φρυγίᾱͅ , φρύγιος dry fem dat sg (attic doric aeolic) φρυγίᾱͅ , φρυγία female roaster fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίαν — φρυγίᾱν , φρύγιος dry fem acc sg (attic doric aeolic) φρυγίᾱν , φρυγία female roaster fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)