φρῡγανίστρια

φρῡγανίστρια

φρῡγανίστρια, , fem. von φρυγανιστήρ, Ar. fr. 618 bei Poll. 7, 150.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρυγανίστρια — ἡ, Α βλ. φρυγανιστήρ …   Dictionary of Greek

  • φρυγανιστήρ — ήρος, ό, θηλ. φρυγανίστρια, Α αυτός που μαζεύει φρύγανα ή ξερά καυσόξυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. ισ τήρ (< ρ. σε ίζω, βλ. λ. τήρ). Το ρ. φρυγανίζω είναι μτγν.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”