φρῡγανισμός

φρῡγανισμός

φρῡγανισμός, , das Sammeln u. Holen von dürrem Holze, Reisig, um Feuer anzumachen, Thuc. 7, 4. 13 u. Sp., Polyaen. 1, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρυγανισμός — φρῡγανισμός , φρυγανισμός a gathering of firewood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανισμός — ὁ, Α η ενέργεια τού φρυγανίζω, η συλλογή φρυγάνων ή ξερών καυσόξυλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. ισμός*. Το ρ. φρυγανίζω είναι μτγν.] …   Dictionary of Greek

  • ύλασσα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ξυλ(ε)ία καὶ φρυγανισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ή παρεφθαρμένος τ. αντί τού τ. ὑλασία*] …   Dictionary of Greek

  • φρυγανισμοῖς — φρῡγανισμοῖς , φρυγανισμός a gathering of firewood masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανισμοῦ — φρῡγανισμοῦ , φρυγανισμός a gathering of firewood masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανισμῷ — φρῡγανισμῷ , φρυγανισμός a gathering of firewood masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανισμόν — φρῡγανισμόν , φρυγανισμός a gathering of firewood masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”