- φρᾱτριαστής
φρᾱτριαστής, ὁ, = φράτωρ, D. Hal. 4, 43, curialis.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρᾱτριαστής, ὁ, = φράτωρ, D. Hal. 4, 43, curialis.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρατριαστής — ὁ, ΜΑ βλ. φατριαστής … Dictionary of Greek
φρατριαστῶν — φρατριαστής curialis masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατριαστής — ο, ΝΜΑ, και φρατριαστής ΜΑ [φατριάζω / φρατριάζω] άτομο που φατριάζει μσν. συνωμότης … Dictionary of Greek
φρατριαστικός — ή, όν, Μ [φρατριαστής] φρατριατικός* … Dictionary of Greek