- προ-χάραγμα
προ-χάραγμα, τό, wie προκέντημα, Umriß, Modell, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-χάραγμα, τό, wie προκέντημα, Umriß, Modell, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek