προ-χάρισμα

προ-χάρισμα

προ-χάρισμα, τό, vorgängige Gefälligkeit, Or. Sib.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • προνόμιο — Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”