- φρενό-ληπτος
φρενό-ληπτος, wahnsinnig, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενό-ληπτος, wahnsinnig, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσόληπτος — η, ο (Α μουσόληπτος, ον) αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες νεοελλ. πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση και ιδιοφυΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. θεό ληπτος, φρενό ληπτος] … Dictionary of Greek
οινόληπτος — οἰνόληπτος, όν (Α) αυτός που έχει κυριευθεί από το κρασί, μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. φρενό ληπτος] … Dictionary of Greek