- φρενόθεν
φρενόθεν, adv., = ἐκ φρενός, von Herzen, aus Herzens Grunde, aus innerm Antriebe, Soph. Ai. 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενόθεν, adv., = ἐκ φρενός, von Herzen, aus Herzens Grunde, aus innerm Antriebe, Soph. Ai. 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενόθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενόθεν — Α επίρρ. οικειοθελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + επιρρμ. κατάλ. –θεν (πρβλ. μυχό θεν)] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek