- φρενό-βλαβος
φρενό-βλαβος, = φρενοβλαβής, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενό-βλαβος, = φρενοβλαβής, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινοβλαβής — κοινοβλαβής, ές (Μ) αυτός που βλάπτει το κοινό, την κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βλαβής (< βλάβος), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek