- φρύνιον
φρύνιον, τό, eine Pflanze, auch βατράχιον genannt, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρύνιον, τό, eine Pflanze, auch βατράχιον genannt, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρύνιον — φρύ̱νιον , φρύνιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύνιον — τὸ, Α [φρύνη / φρῡνος] είδος φυτού … Dictionary of Greek
φρυνίου — φρῡνίου , φρύνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυνίων — φρῡνίων , φρύνιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)