φρύαγμα

φρύαγμα

φρύαγμα, τό, das heftige Schnauben und Springen, übh. das wilde, unbändige Gebehrden eines muthigen Thieres, bes. eines Pferdes, ἱππικά, Soph. El. 707, wie Aesch. Spt. 227. 457; Xen. Hipparch. 11, 12; auch eines Ebers, Opp. Cyn. 2, 457. – Uebertr., das stolze, übermüthige Betragen eines Menschen in Gebehrden und Worten; σοβαρόν Rufin. 1 (V, 18); παιδικόν Agath. 20 (V, 282); τὸ ἐπ' ὀφρύσι Mel. 37 (XII, 101); τὸ φρύαγμα αἴρειν Ael. H. A. 7, 12; πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Luc. Cat. 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρύαγμα — violent snorting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρύαγμα — το, ΝΜΑ [φρυάσσομαι / ω] (ιδίως για άλογο) ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια, φρίμασμα («ἀκούω... ἱππικῶν φρυαγμάτων», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. υπερβολικός θυμός, παράφορη οργή μσν. αρχ. μτφ. αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια («τὸ κενὸν φρύαγμα τοῡτο καὶ… …   Dictionary of Greek

  • φρύαγμα — το, ατος 1. δυνατό και ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια (ιδίως για άλογα κ.ά.). 2. ακατάσχετες κινήσεις δυνατού ζώου. 3. μτφ., υπερβολικός θυμός, έξαλλη οργή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρύαγμ' — φρύαγμα , φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυαγμάτων — φρύαγμα violent snorting neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυάγμασιν — φρύαγμα violent snorting neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυάγματα — φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυάγματι — φρύαγμα violent snorting neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυάγματος — φρύαγμα violent snorting neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυάγμαθ' — φρυάγματα , φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc pl φρυάγματι , φρύαγμα violent snorting neut dat sg φρυάγματε , φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • шатать — ся, укр. шататися шататься , др. русск. шатати ся блуждать , также хвалиться (Александрия, ХV в.), ст. слав. шѩтаниѥ φρύαγμα (Супр.), сербск. цслав. шѩтати сѩ φρυάττεσθαι, болг. шетам хожу туда сюда, хозяйничаю, прислуживаю , сербохорв. шетати,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”