φρύαγμα — violent snorting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύαγμα — το, ΝΜΑ [φρυάσσομαι / ω] (ιδίως για άλογο) ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια, φρίμασμα («ἀκούω... ἱππικῶν φρυαγμάτων», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. υπερβολικός θυμός, παράφορη οργή μσν. αρχ. μτφ. αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια («τὸ κενὸν φρύαγμα τοῡτο καὶ… … Dictionary of Greek
φρύαγμα — το, ατος 1. δυνατό και ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια (ιδίως για άλογα κ.ά.). 2. ακατάσχετες κινήσεις δυνατού ζώου. 3. μτφ., υπερβολικός θυμός, έξαλλη οργή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρύαγμ' — φρύαγμα , φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυαγμάτων — φρύαγμα violent snorting neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυάγμασιν — φρύαγμα violent snorting neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυάγματα — φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυάγματι — φρύαγμα violent snorting neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυάγματος — φρύαγμα violent snorting neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυάγμαθ' — φρυάγματα , φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc pl φρυάγματι , φρύαγμα violent snorting neut dat sg φρυάγματε , φρύαγμα violent snorting neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
шатать — ся, укр. шататися шататься , др. русск. шатати ся блуждать , также хвалиться (Александрия, ХV в.), ст. слав. шѩтаниѥ φρύαγμα (Супр.), сербск. цслав. шѩтати сѩ φρυάττεσθαι, болг. шетам хожу туда сюда, хозяйничаю, прислуживаю , сербохорв. шетати,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера