φρύγω — ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Α φρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ. γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.) αρχ. 1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος… … Dictionary of Greek
φρύγω — φρύ̱γω , φρύγω roast pres subj act 1st sg φρύ̱γω , φρύγω roast pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύγω — έφρυξα, φρύχτηκα, φρυγμένος και φρυμένος, ψήνω ή ξεραίνω κάτι στη φωτιά, ξεροψήνω, φρυγανίζω, καβουρντίζω: Φρυγμένα σύκα. – Φρυμένο κουλούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρῦξον — φρύγω roast aor imperat act 2nd sg φρύγω roast fut part act masc voc sg φρύγω roast fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγέντα — φρύγω roast aor part pass neut nom/voc/acc pl φρύγω roast aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρῦγε — φρύγω roast pres imperat act 2nd sg φρύγω roast imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφρῦχθαι — φρύγω roast perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγεισῶν — φρύγω roast aor part pass fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγεῖ — φρύγω roast aor subj pass 3rd sg (epic) φρυγεύς one who roasts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγεῖσα — φρύγω roast aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγεῖσαν — φρύγω roast aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)