- φρυαγμός
φρυαγμός, ὁ, = φρύαγμα, ἵππων, D. Sic. 19, 31; von Böcken, Dion. Hal. C. V. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρυαγμός, ὁ, = φρύαγμα, ἵππων, D. Sic. 19, 31; von Böcken, Dion. Hal. C. V. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρυαγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυαγμός — ὁ, Α [φρυάσσομαι, ω] φρύαγμα … Dictionary of Greek
φρυαγμός — ο το φρύαγμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρυαγμοῦ — φρυαγμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυαγμούς — φρυαγμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek