φρυακτής, ὁ, = φρυαγματίας, D. L. 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρυακτής — ὁ, Α [φρυάσσομαι, ω] φρυαγματίας* … Dictionary of Greek
φρυακτήν — φρυακτής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυακτίας — ὁ, Μ φρυακτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρυακτής + επίθημα ίας*] … Dictionary of Greek