φρυκτώριον

φρυκτώριον

φρυκτώριον, τό, der erhöh'te Ort, Wachposten, auf dem der φρυκτωρός wacht und von dem herab er die Feuerzeichen giebt, Plut. Pomp. 24; dah. später auch Leuchtthurm, Hdn. 4, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρυκτώριον — beacon tower neut nom/voc/acc sg φρυκτωρέω make fire signals imperf ind act 3rd pl (doric) φρυκτωρέω make fire signals imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτώριον — τὸ, ΜΑ [φρυκτωρός] 1. φυλάκιο ή πύργος από όπου λάμβαναν ή έστελναν φρυκτωρίες 2. είδος φάρου για την καθοδήγηση τών πλοίων …   Dictionary of Greek

  • φρυκτωρίοις — φρυκτώριον beacon tower neut dat pl φρυκτωρέω make fire signals pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτώρια — φρυκτώριον beacon tower neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТЕАТР —    • Theatrum,          Θέατρον.     I. Греческий Т.          Древнегреческий T. предназначался не только для драматических представлений: трагедий, сатирических драм и комедий, но служил первоначально местом действия всех торжеств, относившихся… …   Реальный словарь классических древностей

  • πυρσούριον — τὸ, Α [πυρσουρός] τόπος, σταθμός όπου οι φύλακες άναβαν πυρσούς με τους οποίους μετέδιδαν σήματα σε επόμενο σταθμό, αλλ. φρυκτώριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”