φρυκτός

φρυκτός

φρυκτός, adj. verb. von φρύγω, φρύσσω, 1) gedörrt, geröstet, ὑμᾶς δᾳδὶ φρυκτοὺς σκευάσω Ar. Vesp. 1331. – 2) als substant. ὁ φρυκτός, ein Feuerbrand, eine Fackel; αἰϑαλόεντες Agath. 8 (V, 294); im plur. bes. ein Lärmfeuer, Feuerzeichen, mit dem ausgestellte Wächter Signale geben, Aesch. Ag. 30, φρυκτὸς δὲ φρυκτὸν δεῦρ' ἀπ' ἀγγάρου πυρὸς ἔπεμπεν 273; um das Anrücken der Feinde zu signalisiren, φρυκτοὺς ἀνίσχειν, Feuerzeichen aufstecken, geben, φρυκτοὶ πολέμιοι αἴρονται, es werden Feuerzeichen vom Anrücken der Feinde gegeben, Thuc. 2, 94. 3, 22. – Aber auch sc. κύαμος, wie ψῆφος u. κλῆρος, ein Stimmzeichen oder Loos, weil dazu in Athen geröstete Bohnen gebraucht zu werden pflegten, Poll. 8, 18; vgl. Plut. de frat. am. 21. – 3) οἱ φρυκτοί, sc. ἰχϑύες, eine Art kleiner, gering geachteter Bratfische, Anaxandrid. bei Ath. VI, 227 b u. Alex. VII, 303 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρυκτός — roasted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτός — ή, ό / φρυκτός, ή, όν, ΝΜΑ [φρύγω] ξεροψημένος, καβουρντισμένος μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ φρυκτή είδος ρητίνης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό φρυκτός α) φλεγόμενος δαυλός β) (ειδικά) πυρσός για την μετάδοση σημάτων («ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει»,… …   Dictionary of Greek

  • φρυκτά — φρυκτός roasted neut nom/voc/acc pl φρυκτά̱ , φρυκτός roasted fem nom/voc/acc dual φρυκτά̱ , φρυκτός roasted fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτῶν — φρυκτός roasted fem gen pl φρυκτός roasted masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτόν — φρυκτός roasted masc acc sg φρυκτός roasted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκταῖς — φρυκτός roasted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτοῖς — φρυκτός roasted masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτοί — φρυκτός roasted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτοῦ — φρυκτός roasted masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτούς — φρυκτός roasted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτῆς — φρυκτός roasted fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”