- υἱδῆ
υἱδῆ, ἡ, fem. zu υἱδοῦς, des Sohnes Tochter, die Enkelinn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υἱδῆ, ἡ, fem. zu υἱδοῦς, des Sohnes Tochter, die Enkelinn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑιδῆ — ὑιδεύς masc nom/voc/acc dual ὑιδεύς masc acc sg ὑϊδῆ , ὑιδοῦς son s son masc voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υϊδή — ἡ, Α βλ. ὑϊδοῡς … Dictionary of Greek
υϊδούς — και υἱϊδοῡς, οῡ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α ο γιος τού γιου, ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. ιδεύς / ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση) / ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατρ … Dictionary of Greek