- υἱδοῦς
υἱδοῦς, ὁ, = υἱεύς, Enkel; Xen. An. 5, 6, 37; Plat. Legg. XI, 925 a; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υἱδοῦς, ὁ, = υἱεύς, Enkel; Xen. An. 5, 6, 37; Plat. Legg. XI, 925 a; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑιδοῦς — ὑϊδοῦς , ὑιδοῦς son s son masc acc pl (attic epic doric) ὑϊδοῦς , ὑιδοῦς son s son masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υϊδούς — και υἱϊδοῡς, οῡ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α ο γιος τού γιου, ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. ιδεύς / ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση) / ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατρ … Dictionary of Greek
υἱιδοῦς — ὑιδοῦς son s son masc acc pl (attic epic doric) ὑιδοῦς son s son masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱιδοῦ — ὑιδοῦς son s son masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱιδοῦν — ὑιδοῦς son s son masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υἱιδῆ — ὑιδοῦς son s son masc voc sg (doric aeolic) υἱϊδῆ , υἱιδεύς masc nom/voc/acc dual υἱϊδῆ , υἱιδεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεψιαδούς — ἀνεψιαδοῡς, ο (Α) ο γιος πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεψιά + (μεθομηρική κατάλ.) ιδούς, που εμπεριέχει την έννοια της εξάρτησης, του υποκορισμού ( ιδ ) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. ιδούς… … Dictionary of Greek
υιιδεύς — έως, ὁ, Α βλ. ὑϊδοῡς … Dictionary of Greek
υιιδούς — οῡ, ὁ, Α βλ. ὑϊδοῡς … Dictionary of Greek
υιϊδός — και ὑϊτός, ὁ, Α βλ. ὑϊδοῡς … Dictionary of Greek
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek