- τῡλεῖον
τῡλεῖον, τό, dim. von τύλη; Sappho bei Hdn. περὶ μον. λ. p. 39, 27; λινοῤῥαφῆ, Soph. frg. 794 bei Poll. 10, 39; vgl. Lob. Phryn. 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῡλεῖον, τό, dim. von τύλη; Sappho bei Hdn. περὶ μον. λ. p. 39, 27; λινοῤῥαφῆ, Soph. frg. 794 bei Poll. 10, 39; vgl. Lob. Phryn. 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυλεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλείον — τὸ, Α [τύλη] (υποκορ. τού τύλη) μικρό προσκέφαλο … Dictionary of Greek
τυλεῖα — τυλεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλείου — τυλεῖον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλεία — ἡ, Α το τυλεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τυλεῖον με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek